- λυτικός
- -ή, -ό (Α λυτικός, -ή, -όν) [λύτης]το αρσ. ως ουσ. ο λυτικόςγραμματικός τής αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτωννεοελλ.1. ικανός να εξηγεί προβλήματα2. φρ. «λυτικές ουσίες» — ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί ή μειώνει τη δράση ορισμένων νεύρων, ιδίως τών συμπαθητικών και τών παρασυμπαθητικώναρχ.1. (για φάρμακο) α) καθαρτικόςβ) αυτός που διαλύει το πρήξιμο2. ικανός να αναιρεί, να ανασκευάζει επιχειρήματα3. φρ. «λυτικὸν φάρμακον» — αντίδοτο δηλητηρίων.
Dictionary of Greek. 2013.